- κωφάλαλος
- -η, -οκουφός και μουγκός συνάμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κωφάλαλος — η, ο αυτός που πάσχει από κωφαλαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτ. συνδετικό σύνθ. < κωφός + άλαλος. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sourd muet. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
Αίγλης — Κωφάλαλος Σάμιος αθλητής της αρχαιότητας, που αγανάκτησε τόσο επειδή δεν τον ανακήρυξαν νικητή στους Ολυμπιακούς αγώνες, όπου είχε νικήσει, ώστε ξαναβρήκε ξαφνικά την ακοή και τη φωνή του και βροντοφώναξε το δίκαιό του. Οι θεατές θεώρησαν το… … Dictionary of Greek
εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… … Dictionary of Greek
κωφαλαλία — Ταυτόχρονη έλλειψη της ακοής και της φωνής. Ανάλογα με τα αίτια που την έχουν προκαλέσει, η κ. διακρίνεται σε συγγενή, βρεφική και επίκτητη. Οι δύο πρώτες έχουν σχέση με βλάβη της ακοής. Η βλάβη αυτή εμποδίζει την ικανότητα αντίληψης των ήχων και … Dictionary of Greek
κωφός — ή, ό (Α κωφός, ή, όν) 1. αυτός που δεν ακούει, κουφός (α. «ὅσοι κωφοὶ γίνονται ἐκ γενετῆς πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται», Αριστοτ. β. «νοῡς ὁρῆ καὶ νοῡς ἀκούει τἆλλα κωφὰ καὶ τυφλά», Επιχ.) 2. άηχος, αθόρυβος («κῡμα μέλαν κῶφόν τε καὶ ἄβρομον», Απολλ … Dictionary of Greek
Πεδίος, Κόιντος — (Pedius Contius). Ρωμαίος ζωγράφος, εγγονός του Κόιντου Πέδιου, μικρανιψιού του Ιούλιου Καίσαρα από την αδελφή του Ιουλία. Επειδή γεννήθηκε κωφάλαλος, ο ρήτορας Μεσσάλας πρότεινε να του διδάξουν τη ζωγραφική τέχνη. Η οικογένεια του επιδοκίμασε… … Dictionary of Greek